πραξικοπηματικά

πραξικοπηματικά
επίρρ. τροπ., αυθαίρετα, δυναμικά, παράνομα: Κατέλαβαν την εξουσία πραξικοπηματικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • πραξικοπηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πραξικόπημα 2. αυτός που γίνεται με πραξικόπημα («πραξικοπηματική αλλαγή»). επίρρ... πραξικοπηματικώς και πραξικοπηματικά με τρόπο πραξικοπηματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • χούντα — Ισπανική λέξη, που σημαίνει σύνδεσμος. Από τον 19o αι., άρχισε να σημαίνει στρατιωτικό σύνδεσμο, ομάδα δηλαδή αξιωματικών, οι οποίοι συνεργάζονται παράνομα για να επιτύχουν πολιτικούς σκοπούς με αντιδημοκρατικά μέσα και να καταλάβουν την εξουσία …   Dictionary of Greek

  • Βερεγκάριος — (Βerengar). Όνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας και αυτοκρατόρων της Δυτ. Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (; – 924). Ήταν γιος του Εβεράρδου, δούκα του Φρίουλι και ανιψιός του Λουδοβίκου του Αγαθού. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας στην Παβία το… …   Dictionary of Greek

  • Έρενταλ, Λέξα — (Lexa Aehrenthal, 1854 – 1912). Αυστριακός διπλωμάτης. Διορίστηκε πρεσβευτής στη Ρουμανία το 1895 και το 1900 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Το 1906 έγινε αρχικαγκελάριος της Αυστροουγγρικής μοναρχίας και το 1908 προσάρτησε πραξικοπηματικά τη Βοσνία …   Dictionary of Greek

  • Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”